χάχας

χάχας
ο
1. χάσκας, αυτός που γελάει χωρίς λόγο.
2. βλάκας, ανόητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάχας — ο, Ν 1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) α) ανόητος, μάπας β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα] …   Dictionary of Greek

  • κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… …   Dictionary of Greek

  • χάννος — ο, ΝΑ, και χάνος Ν ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla τής οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη… …   Dictionary of Greek

  • χάπι — το, Ν 1. καταπότιο 2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά 3. μτφ. χάχας, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap] …   Dictionary of Greek

  • χάσκας — ο, Ν 1. αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) χάχας, ευήθης, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. ας (πρβλ. φεύγ ας, χάχ ας)] …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …   Dictionary of Greek

  • χαζούλιακας — ο, Ν πολύ χαζός, πολύ ανόητος, μεγάλος χάχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. ούλιακας (πρβλ. στραβ ούλιακας)] …   Dictionary of Greek

  • χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”